- ἀριδάκρυος
- ἀρῐ-δάκρυος [ᾰρ], ον, = sq., Arist.Pr.874b8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αριδάκρυος — ἀριδάκρυος, ον και ἀρίδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει πολλά δάκρυα (για πρόσωπα) ή που συνοδεύεται με πολλά δάκρυα («ἀριδάκρυος γόος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δάκρυ] … Dictionary of Greek
ἀριδάκρυος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριδάκρυον — ἀριδάκρυος masc/fem acc sg ἀριδάκρυος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριδάκρυοι — ἀριδάκρυος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… … Dictionary of Greek